
Σαν παιδί αφενός τα παιχνίδια με την μαζικότητα που υπάρχουν σήμερα δεν υπήρχαν απο την άλλη μεριά τα οικονομικά ηταν τόσο περιορισμένα που ουτε λόγος να γίνεται για αγορά παιχνιδιού.Και το κακό ηταν οτι ολοι εκείνη την εποχή περνούσαν δύσκολα, οπότε δεν ειχες ελπίδα ουτε σε νονους ,θείους και παπουδογιαγιάδες.
Δεν μας έλλειψαν ομως. Tότε υπήρχαν στο εμπόριο κεφάλια κούκλας με τρύπες στο λαιμό,τα οποία μπορούσες να ράψεις πάνω σε παραγεμισμένα ''σώματα'' που έφτιαχνες εσύ...εννοείται .Τα κεφάλια με απλά χαρακτηριστικά,στομα, μύτη και μάτια που δεν ανοιγόκλειναν.
Ειχαμε την τύχη οι γονείς μου, να ασχολούνται με φασόν οπότε τα υφάσματα δεν μας ελλειπαν.Το σώμα το εφτιαχνε πάντοτε ο πατέρας και η μητέρα ανελάμβανε να το ντύσει.Πάλι θα θεωρήσω αυτονόητο οτι οι κούκλες ειχαν μόνο ενα ρούχο και οχι γκαρνταρόμπα.Ηταν ομως κούκλες και μπορούσαμε να παίζουμε.
Η μπάλλα μας ηταν απο υφασμα ,παραγεμισμένο με κουρέλια. Οταν ενα παιδί εφερε μια πλαστική,πολύχρωμη ....κάτι σαν τις μπάλλες που παίζουν στην θάλασσα, ολοι με την σειρά περάσαμε και την αγγίξαμε σαν κάτι πολύτιμο.Οταν επιχειρήσαμε ,θυμάμαι,να παίξουμε μήλα με την μπάλλα αυτή,διαπιστώσαμε οτι επρεπε να αλλαξουμε τον τρόπο που τρέχαμε γιατι αυτή η μπάλλα.....αναπηδούσε και μας μπέρδευε.
Παίζαμε και πολύ έξω τότε.Οι δρόμοι πιο ασφαλείς η άσφαλτος λιγότερη.Τα παιχνίδια μας.... κουτσό, ξυλίκι, τζαμί, σχοινάκι, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα .Καί όταν ειχαμε κουραστεί και καθόμαστε στην σειρά ανήμπορα να συνεχίσουμε το τρέξιμο παίζαμε σπασμένο τηλέφωνο.Παίρναμε δυνάμεις με μια φέτα βρεγμένο ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη και συνεχίζαμε.
Αργότερα εκει γύρω στα 10 και μετά τα παιχνιδια,αντικαταστάθηκαν με βιβλία.Κάθε χριστούγεννα ο πατέρας έδινε το αληθινά αστρονομικό ποσό των 100 δρχ.για βιβλία.Τα εχω ακόμα. Ηταν χαρτόδετα, έπρεπε να κόψουμε τις σελίδες, και τα αγοράζαμε απο πάγκους στην πλατεία Αριστοτέλους.Κάθε βιβλίο 10 δρχ.Περνουσαμε ολον τον χειμώνα διαβάζοντας ξανα και ξανα. Υπήρχαν και οι ανταλλαγές μεταξύ μας στο σχολείο που ετρεφαν την λογοτεχνικη πεινα μας.
Ξανά παιχνίδι πήρα γύρω στα 18. Ηταν ενα λούτρινο σκυλλάκι ασπρομαυρο. Μεγάλης συναισθηματικής αξίας. Για λόγους μακρινούς και ξεχασμένους , η γιαγιά μου μας αναγνώρισε σαν εγγόνια της οταν ειμαστε γύρω στα 17.Ηταν το μοναδικό δώρο της και το κρατούσα ως ενθύμιο, μέχρι που το ανακάλυψε χρόνια αργότερα η κόρη μου και το διέλυσε. Υπάρχει ομως στην μνήμη μου.
Δεν μπορω να πώ οτι στερήθηκα τα παιχνίδια.Ισως μάλιστα να επαιξα πιο πολύ απο τα παιδια μου, τα οποία ειχαν οτι ηθελαν αλλα δεν εχουν παιξει ποτέ μήλα,τσιλίκι και κυνηγητό.
Και δεν εχουν πετάξει αετο φτιαγμένο μόνο απο εφημερίδα . Ούτε ακτινες ,ουτε τίποτα. Μόνο ουρά και ζύγια. Τον εφτιαχνε ο πατερας. Και πήγαινε ψηλά ο αφιλότιμος, μάς έκοβε το χέρι η καλούμπα.Ωραία εποχή.