
Σ΄ενα μικρό σπίτι σ΄ενα χωριό της Κρήτης, παρατηρείται έντονη κινητικότητα. Κόσμος πηγαινόερχεται. Γυναίκες κυρίως, απο την γειτονιά, απο το μετόχι, συγγένισες, φίλες.
Πού και που ανοίγει η πόρτα και μια ανδρική φωνή ρωτάει
-Πώς ειναι μπρέ το κοπέλι;
-Τα ίδια σύντεκνε..... θα απαντήσει κάποια αλλη φωνή απο μέσα.
Σε μιά κούνια, δύο μωρά 8 μηνών. Το ενα ζωηρό, με δυνατη φωνή,κεφάτο. Το άλλο ατονο,με αδύναμο κλάμα, βαριά ανάσα, χωρίς όρεξη.
Πνευμονία. Λέξη εφιάλτης για εκείνη την εποχή.
Προς το απόγευμα μπαίνει στο δωμάτιο ενας αντρας. Απευθύνεται στην μάνα.
-Γειτόνισα θέλω να με συγχωρέσεις. Ξέρω οτι χάνεις το παιδί σου, μα ο αδελφός μου γύρισε απο την Κορέα και θα κάνω γλέντι απόψε.
-Γείτονα, να μη το ξαναπείς. Να κάνεις το γλέντι σου, γιατι έχεις χαρά και για μένα οτι πει ο Θεός.
Νύχτωσε. Το παιχνίδισμα της φλόγας απο την λάμπα πετρελαίου και η ακτινοβολία απο το μαγκάλι που προσπαθούσε να ζεστάνει τον χώρο, φώτιζαν τα σκυθρωπά πρόσωπα που ξενυχτούσαν.
Κάποια στιγμή το βράδυ ανοιγει η πόρτα και μπαίνει η μαμή. Στήν θέα της, μια φωνή ψιθύρισε δειλά..
-άσε μωρή την μαμή να κόψει βεντούζες στο παιδί.
-οχι ! φώναξε η μάνα δεν θα αφήσω να σφάξουν το παιδί μου.
Οι ώρες περνούσαν. Απο το διπλανό σπίτι ακούγονταν τραγούδια. Το ενα μωρό κοιμήθηκε, το αλλο προσπαθούσε να ανασάνει.
Το προσωπάκι του, χλωμό μέχρι εκείνη την στιγμή, άρχισε να γίνεται μπλέ, το στηθάκι του μάταια προσπαθούσε να γεμίσει αέρα.
-Το χάνω το παιδί μου.... ούρλιαξε η μάνα.
Και τότε με μια αποφασιστική κίνηση, η μαμή πήρε το μωρό απο τα χέρια της μάνας, το ξάπλωσε μπρούμυτα στα γόνατα της, το γύμνωσε και πήρε το ξυράφι της.
-Οχι ! ξανάφωναξε η μάνα.
-Το παιδί σου πεθαίνει, είπε η μαμή, άσε με να προσπαθήσω.
Η πρώτη ξυραφιά, η δεύτερη....αίμα μαύρο, πηχτό άρχισε να τρέχει...
Η τρίτη....
Χρόνια αργότερα , η μαμή , όταν έβλεπε το ΄΄μωρό΄΄, της έλεγε οτι στην τρίτη ξυραφιά ένοιωσε ενα ρίγος να διαπερνάει το σωματάκι του.
Ηταν η ζωή που ξαναγύριζε.
Τέταρτη ξυραφιά , πέμπτη... η πλατούλα του γέμισε χαρακιές, το αίμα κυλούσε και το μωρό άρχισε να κλαίει και να ανασαίνει πιο εύκολα.
Το μπλέ χρώμα απο τα μαγουλάκια του άρχισε να σβήνει.
Δάκρυα χαράς κυλούσαν απο τα μάτια ολωνών.
Το πρωί ανήμερα της χάρης τους, το βρήκε να κοιμάται ησυχο με ήρεμη αναπνοή.